εξώπετσος

εξώπετσος
και ξώπετσος, -η, -ο
1. επιδερμικός
2. επιφανειακός
3. (ουδ. πληθ. ως επίρρ.) εξώπετσα και ξώπετσα
επιπόλαια, επιφανειακά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξώπετσα — (I) και ξώπετσα, η η εξωτερική επιφάνεια τού δέρματος. (II) και ξώπετσα επίρρ. βλ. εξώπετσος …   Dictionary of Greek

  • ξώπετσος — η, ο βλ. εξώπετσος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”